- θυοδόκος
- θυοδόκος, -ον (Α)(για τον Δελφικό ναό) αυτός που δέχεται θυμιάματα, αυτός που είναι γεμάτος θυμιάματα, ο ευώδης.[ΕΤΥΜΟΛ. < θύος* + -δοκος (< δέχομαι), πρβλ. ανθο-δόκος, οινο-δόκος).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
θυοδόκα — θυοδόκος receiving incense neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοδόκοι — θυοδόκος receiving incense masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θυοδόκων — θυοδόκος receiving incense masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δέχομαι — (AM δέχομαι Α και δέχνυμαι και δέκομαι) 1. παραλαμβάνω κάτι, παίρνω κάτι που μού προσφέρεται ή μού αποστέλλεται 2. συγκεντρώνω, μαζεύω, χωράει μέσα μου («η φιάλη δεν τό δέχτηκε όλο το νερό», «ὀπὸν κάδοις δέχομαι») 3. ανέχομαι, υπομένω («δεν… … Dictionary of Greek
θύος — θύος, τὸ (Α) 1. θυσία, ιερή προσφορά 2. θυμίαμα 3. είδος πλακούντα που προσφερόταν σε θρησκευτικές τελετές. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύω. Η ονομαστική πληθ. θύεα μαρτυρείται στον μηκυναϊκό τ. tuwea «αρωματικά προϊόντα», ενώ αργότερα η σημασία εξελίχθηκε σε… … Dictionary of Greek